- ἄας
- ἄᾱς,A to-morrow or the day after to-morrow, gen. of ἄα, = ἠώς, read by Zenod. for ἠοῦς in Il.8.470 (cf. Sch.Ven.); as Adv. in [dialect] Boeot., Hsch.; cf. ἀές.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἄας — ἄ̱ᾱς , ἀάω hurt imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἄᾱς , ἀάω hurt imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Aeolic Greek — For the architectural style, see Aeolic order. Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
έως — Γένος πτηνών της οικογένειας των ψιττακιδών. Πρόκειται για μικρούς παπαγάλους με χρώμα πορτοκαλί ή ανοιχτό κόκκινο. Το ράμφος τους είναι γαμψό και μυτερό και το πάνω σαγόνι τους κινητό. Στα πόδια τους έχουν δύο δάχτυλα εμπρός και δύο πίσω και για … Dictionary of Greek
Αλμοάδες — (Al Mehadz). Μέλη θρησκευτικής μουσουλμανικής αίρεσης από την οποία προήλθε τον 12o αι. η ισχυρότερη δυναστεία Βερβέρων ηγεμόνων. Την αίρεση αυτή ίδρυσε o Ιμπν Τουμάρτ, που δίδασκε ότι o Θεός είναι ενιαίος (γι’ αυτό και οι οπαδοί της ονομάστηκαν… … Dictionary of Greek
Δαμιέτη — (DumyatDamietta). Πόλη (περ. 90.000 κάτ. το 2002) της Αιγύπτου, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (589 τ. χλμ., 914.614 κάτ.) της Κάτω Αιγύπτου. Η πόλη είναι χτισμένη στη δεξιά όχθη του Νείλου, στο βορειοδυτικό άκρο της λίμνης Μενζάλας και σε… … Dictionary of Greek